- καλαγκάθι
- το1. κοινή ονομασία τής φλεγμονής που σχηματίζεται δίπλα σε νύχι τού χεριού ή τού ποδιού και καταλήγει σε απόστημα και διαπύηση2. κοινή ονομασία ειδών τών γενών κενταύριο, καρλίνα, κνίκος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καλακάνθι — και καλαγκάθι, το (AM καλακάνθη, η) το φυτό χαλκάνθη. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. χαλκάνθη] … Dictionary of Greek
παρωνυχία — (Ιατρ.). Οξεία φλεγμονή στο δάχτυλο, κοντά στο νύχι. Σχεδόν πάντα οφείλεται σε σταφυλόκοκκο ή στρεπτόκοκκο, που εισχωρεί στους ιστούς από ασήμαντες πληγές, νύγματα κ.ά. Η φλεγμονή μπορεί να είναι επιφανειακή, υποδόρια ή βαθιά. Επιφανειακή είναι η … Dictionary of Greek
συραγκάθι — το, Ν ιατρ. το καλαγκάθι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σύρω + αγκάθι] … Dictionary of Greek
τριγυρίστρα — και τρογυρίστρα, η, Ν 1. γυναίκα χωρίς ασχολίες που γυρνά στους δρόμους ή σε γνωστά της σπίτια για να περάσει την ώρα της 2. πυώδης φλεγμονή που παρουσιάζεται στην άκρη τών δακτύλων, αλλ. καλαγκάθι, μεθύστρα, κοσκινήστρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριγυρίζω… … Dictionary of Greek
τριγυρίστρα — η 1. γυναίκα που τριγυρίζει άσκοπα στους δρόμους ή σε σπίτια, σοκακού. 2. διαπυημένη φλεγμονή γύρω από το νύχι, καλαγκάθι, θεριάγκαθο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)